Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Κάνοντας μία προσπάθεια να συγκρίνουμε τα τρία masterplan με βάση την οργανωτική τους δομή, οφείλουμε καταρχάς να αναφερθούμε στην κοινή παρουσία και στα τρία του υγρού στοιχείου. Και τα τρία σχέδια, αναπτύσσονται κατά μήκος ποταμών ή καναλιών και βασική κατεύθυνση στο σχεδιασμό τους αποτελεί η σύνδεση αυτού με την καθημερινή ζωή της πόλης, ώστε να γίνει βασικό στοιχείο της ζωής των πολιτών. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται με πεζογέφυρες, με δημιουργία παράκτιων διαδρομών καθώς και με διαπλατύνσεις στις όχθες του ποταμού, ώστε να διαμορφώνονται πλατφόρμες παρατήρησης. Θα λέγαμε, όμως, πως η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται καλύτερα στην περίπτωση του Zorrozaure, όπου η Zaha Hadid μετατρέπει αυτή τη σύνδεση σε βασική μορφολογία του σχεδιασμού της. Η κάτοψη διαμορφώνεται σαν ένα δίχτυ διαδρομών, όπου άλλοτε συναντάς στενώματα και άλλοτε πλατώματα, καθιστώντας πιο εφικτή την πρόσβαση στο κανάλι. Αυτό το δίχτυ μάλιστα, δεν είναι μόνο ένα μορφολογικό στοιχείο, αλλά γίνεται και μέρος του γενικότερου concept, καθώς κεντρική θέση στο σχεδιασμό κατέχει το πλέγμα δραστηριοτήτων και μίξεων χρήσεων γης που παρατηρείται. Η μίξη χρήσεων εμφανίζεται και στα άλλα δύο παραδείγματα, ωστόσο δε φαίνεται να επηρεάζει τόσο συνολικά τη διαμόρφωση του σχεδίου. Από εκεί και πέρα, το ύφος που κάθε αρχιτέκτονας επιλέγει για την πρότασή του είναι διαφορετικό και σχετίζεται με την υπάρχουσα κατάσταση της περιοχής. Στο Slussen, ο Foster έχει ως βασική επιδίωξη να αποσυμφορήσει την περιοχή από την ένταση της καθημερινότητας και τον κυκλοφοριακό φόρτο, γι’ αυτό και το σχέδιό του είναι περισσότερο λιτό και ανάλαφρο (χαρακτηριστικό είναι πως δημιουργεί μόνο μία πεζογέφυρα για τη σύνδεση των απέναντι νησιών). Αντίθετα, ο Rogers και η Hadid, δημιουργούν δίκτυο γεφύρων και οδικών αρτηριών, επιδιώκοντας να δώσουν περισσότερη ένταση και ζωή στην περιοχή που μελετούν, καθώς και στις δύο περιπτώσεις αυτή παρουσιάζεται εγκαταλελειμμένη τα τελευταία χρόνια. Για τον ίδιο λόγο, το σχέδιο και των δύο, φαίνεται πιο ρωμαλέο, βαρύ και περίπλοκο από τις λιτές γραμμές του Foster. Κοινό στοιχείο και στους τρεις σχεδιασμούς αποτελεί η ιδιαίτερη μέριμνα που δίνεται στο σύστημα μεταφορών, το οποίο αναπτύσσεται με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης για τη δημιουργία περισσότερο φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο πόλεων. Πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, κόμβοι μετεπιβίβασης και εναλλακτικά μέσα μεταφοράς, αποτελούν κύριο στοιχείο προς την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Πιο ολοκληρωμένη εμφανίζεται εδώ η πρόταση του Rogers, γνωστός άλλωστε για τις οικολογικές και ενεργειακές του ανησυχίες, ο οποίος δημιουργεί ένα δίκτυο πρασίνου που συμπληρώνει το δίκτυο των οδικών αρτηριών. Σε ό,τι αφορά τώρα τις χαράξεις που επιλέγει κάθε αρχιτέκτονας, αυτές θα λέγαμε ότι μάλλον σχετίζονται περισσότερο με την ιδιαίτερη αισθητική του καθενός. Η Zaha Hadid δε θα μπορούσε παρά να επιλέξει τις καμπύλες γραμμές για να δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, οι καμπύλες εντάσσονται καταπληκτικά και στη γεωμορφολογία του εδάφους. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως παρά τη συνολική καμπυλωτή εικόνα που δημιουργείται, τα οικοδομικά τετράγωνα δημιουργούνται μέσω ενός κανάβου με ευθύγραμμες ακτινωτές χαράξεις, ώστε να προσομοιάζουν τη μορφή των γειτονικών περιοχών. Βλέπουμε, δηλαδή, πως η μορφή των τετραγώνων δημιουργείται με βάση μια πνευματική σύλληψη, σε αντίθεση με το Convoy Wharf του Rogers, όπου τα τετράγωνα προκύπτουν με βάση τις χαράξεις των δρόμων και δεν υπόκεινται σε κάποια γενικότερη ιδέα. Για τα ύψη των κτιρίων, θα λέγαμε πως και στα τρία σχέδια διατηρείται ένα κατά βάση χαμηλό ύψος (6-8 όροφοι), ενώ λίγοι στον αριθμό ουρανοξύστες έρχονται να σκίσουν δυναμικά τη γραμμή του ορίζοντα, κατέχοντας σαφώς κάποια κομβική θέση στο συνολικό σχέδιο και δημιουργώντας μία αρκετά δραματική εικόνα. Και στα τρία σχέδια, πάντως, γίνεται μία προσπάθεια να διατηρηθεί η μορφή και η κλίμακα των υπάρχοντων κτιρίων, με διαφοροποίηση αυτής ανάλογα με τη λειτουργία των κτιρίων (στα βιομηχανικά και εμπορικά κτίρια κρατιέται μία περισσότερο πομπώδης κλίμακα, ενώ οι κατοικίες διατηρούν το μικρό και οικείο ύφος τους). Ιδιαίτερη σημασία δίνουν οι αρχιτέκτονες στον δημόσιο χώρο. Παντού βλέπουμε να δημιουργούνται πολυάριθμες πλατείες και πάρκα, οι οποίες κυρίως τοποθετούνται κατά μήκος του ποταμού, ώστε αυτός να μπορεί να προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες. Καλύτερη από τις τρεις προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση κρίνεται η πρόταση του Rogers για το Convoy Wharf, όπου είναι πολύ έντονη και εμφανής η διαλεκτική σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, καθώς όλα τα κτίρια έχουν τις όψεις τους στο δρόμο, ενώ το ισόγειο είναι πάντα ανοιχτό με τη δημιουργία καταστημάτων, ώστε να μπορεί κάθε πολίτης να «σπάει» το όρια δημοσίου-ιδιωτικού. Τέλος, καθώς βρισκόμαστε στις αρχές του 21ου αιώνα και η αναγνώριση της ιστορικής αξίας και ταυτότητας μιας περιοχής είναι κάτι που με το χρόνο έχει πλέον επιτευχθεί και κατακτηθεί, δε θα μπορούσαν και οι τρεις αρχιτέκτονες να μη σέβονται όσα ιστορικά κτίρια και στοιχεία που υπάρχουν στην περιοχή που μελετούν, προβάλλοντας και αναδεικνύοντάς τα ως σύμβολο της γενικότερης αναβίωσης και ανάπλασης της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η διατήρηση του φράγματος Katarinahissen στο Slussen από τον Foster, ή η προβολή του Olympia Warehouse στο Convoys Wharf από τον Rogers, και τα δύο ιδιαίτερα στοιχεία στην ιστορία του τόπου. Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως τα τρία σχέδια μοιάζουν να έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, τα οποία οφείλονται μάλλον στο γενικότερο κλίμα της εποχής που προασπίζει το βιοκλιματικό σχεδιασμό, την οικολογική συνείδηση και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά οι χειρισμοί που ο καθένας υιοθετεί είναι πολλές φορές αρκετά διαφορετικοί στη βάση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου