Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Zorrozaure, Bilbao, Spain

Architects: Zaha Hadid Architects

Οι αρχιτέκτονες του γραφείου της Zahar Hadid έχουν επισήμως αναλάβει το γενικό σχέδιο για το Zorrozaurre, μία χερσόνησο 60 εκταρίων, στον ποταμό Nervion στην περιοχή του παλιού λιμανιού του Bilbao, στην Ισπανία.

Οι αρχιτέκτονες έχουν εργαστεί πάνω στο σχέδιο γενικής διάταξης, το οποίο για μερικά χρόνια θα μετατρέψει την χερσόνησο σε ένα νησί με σπίτια και γραφεία.

Η Zaha Hadid έχει ολοκληρώσει στο μυαλό της την ιδέα του γενικού σχεδίου για το Zorrozaurre στο Bilbao, μία έκταση 60 εκταρίων, λικνισμένο σε μία μεγάλη καμπύλη του ποταμού Nervion ακριβώς απέναντι από το κέντρο της πόλης. Οι χαρακτηριστικές καμπύλες της Zaha Hadid δε θα μπορούσαν άλλωστε να λείπουν από μία τέτοια πρόταση. Αυτό το παλιό, πρώην λιμάνι και βιομηχανική περιοχή θα αποτελέσει σπίτι για περίπου 15.000 νέους κατοίκους και θα παρέχει εργαστήρια ερευνητικά και μη, στούντιο και γραφεία για σχεδόν 6.000 εργαζομένους. Το Zorrozaurre έχει σχεδόν διαχωριστεί από τις γειτονικές κοινότητες από ένα κανάλι που ανοίχτηκε για να αναδείξει το λιμάνι όταν αυτό ήταν στις δόξες του, και αυτό το κανάλι είναι προορισμένο να επεκταθεί στα επόμενα χρόνια με σκοπό να ελέγχει τις επικείμενες πλημμύρες. Αυτό θα κάνει το Zorrozaurre ένα νησί που θα καταλαμβάνει μια στρατηγική θέση στη μελλοντική επέκταση της πόλης και ενσωμάτωση της περιοχής. Οι αρχιτέκτονες ανταποκρίθηκαν σε αυτήν την πρόκληση καθορίζοντας μία δραματική αστική δομή, μια τολμηρή προσέγγιση στην υποδομή της, όπως επίσης και την παραλία που θα αναδεικνύει την τεράστια σημασία της φυσικής και στρατηγικής της θέσης.

Η κάτοψη προβάλει τον δραματικό χαρακτήρα της περιβάλλουσας τοπογραφίας του Zorrozaurre, αξιοποιώντας την πλατιά καμπύλη του ποταμού Nevrion για να επηρεάσει πολύ διακριτικά τον πολύ καλά προσδιορισμένο κάναβο του αστικού ιστού του Bilbao. Αποτέλεσμα είναι η ευθυγράμμιση των κτιρίων που δημιουργεί ένα έδαφος με πολύ κομψή υφή, που εκτείνεται κατά μήκος του καναλιού. Το έδαφος διαμορφώνεται σαν ένα δίχτυ, που σε ορισμένα σημεία συγκλίνει, ενώ σε άλλα ανοίγει αφήνοντας ανοιχτούς δημόσιους χώρους. Με αυτό τον τρόπο το σχέδιο εξυπηρετεί τόσο τα ιστορικά κτίρια όσο και τις μεγαλύτερες νέες κατασκευές, ενώ παράλληλα συνδέει και τα δύο με τη μεγάλη παραλία, σημαντικότατο κομμάτι του δημόσιου χώρου. Ο μελλοντικός ορίζοντας του Zorrozaurre παρουσιάζει ένα οδοντωτό προφίλ με κομψά κενά, κάτι που θυμίζει πυκνόκτιστες αποβάθρες σε όλο τον κόσμο. Το Zorrozaurre θα συνδέεται με τους γείτονες του και από τις δύο όχθες του ποταμού μέσω μιας υπέροχης αλληλουχίας γεφυρών. Αυτό θα επιτρέπει στον ίδιο τον ποταμό να αποτελεί καίριας σημασίας κομμάτι της καθημερινής ζωής των τοπικών κοινοτήτων που αναπτύσσονται κατά μήκος αυτού. Εξίσου σημαντική για το σύστημα μεταφορών ενέργεια με τη δημιουργία του δικτύου των γεφυρών, είναι η επέκταση του ήδη υπάρχοντος δικτύου του τραμ του Bilbao στο μήκος του Zorrozaurre και ακόμη πιο πέρα εγκαθιστώντας μία κεντρική ραχοκοκαλιά δραστηριοτήτων και λειτουργιών που θα λαμβάνουν χώρα στο νησί και θα συνδέουν τις περιοχές των κοινοτήτων που βρίσκονται στις εκβολές του ποταμού με το κέντρο της πόλης. Το σχέδιο στοχεύει να θέσει τις βάσεις για μια περιφερειακά ενσωματωμένη πόλη , ορίζοντας νέα πρότυπα ζωής και εργασίας μέσα στο πλαίσιο μιας δυνατής τοπικής ταυτότητας.

Στην καρδιά του σχεδίου για το Zorrozaurre βρίσκεται ένα εκλεπτυσμένο σύστημα από οικοδομικά τετράγωνα που διαμορφώνει τόσο τη γραμμή του ορίζοντα, όσο και την επιφάνεια του εδάφους. Αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα είναι σαν μια σειρά από πλακίδια , το καθένα πάνω από 1000 m2, και επιτρέπουν στην σύσταση του εδάφους να ανταποκριθεί στην καμπυλωτή ράχη του ποταμού, στο οδικό δίκτυο και στον συνεχώς διαφοροποιημένο προσανατολισμό των κτιρίων από την πηγή του ποταμού προς τις εκβολές του. Με αυτόν τον τρόπο, τα οικοδομικά τετράγωνα δημιουργούν στο σχέδιο μια γενικευμένη ενότητα ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν την διαφοροποίηση των περιοχών και των συγκροτημάτων, καθιστώντας τα μοναδικά. Το ισόγειο των οικοδομικών τετραγώνων μεριμνά για την προστασία ενάντια στις πλημμύρες ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί χώρο για υπόγειο πάρκινγκ. Ενώνοντας αυτό το επίπεδο με την ανάπτυξη κτιριακών συγκροτημάτων, η διαδρομή κατά μήκος του ποταμού μπορεί να κατηφορίσει πιο κοντά στο επίπεδο του νερού του ποταμού επιτρέποντας στους κατοίκους του Bilbao μια πιο στενή επαφή με την με το υγρό στοιχείο. Την ίδια στιγμή, τα κτίρια τοποθετούνται κάθετα στον άξονα του ποταμού, αφήνοντας μονοπάτια που επιτρέπουν στον καθένα να απολαμβάνει τη θέα του ποταμού. Το πλούσιο δίκτυο από δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους που βλέπουμε στο σχέδιο μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την διακριτική διαφοροποίηση των επιπέδων, προάγοντας εύκολα την ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της ιδιωτικής ζωής και τις απολαύσεις της κοινοτικής ζωής. Η συνολική οργανωτική δομή των οικοδομικών τετραγώνων επιτρέπει στο πυκνοδομημένο περιβάλλον να συνάδει με την έντονη πορώδη υφή της κοινωνικής δομής, με κατοίκους και εργαζομένους που στο μέλλον θα απολαμβάνουν όλοι μαζί τον υπαίθριο χώρο. Παράκτιες διαδρομές, πάρκα , η κεντρική λεωφόρος που είναι ευθυγραμμισμένη με δέντρα, μικρές πλατείες και δημόσιοι κήποι, όλα ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα αυστηρά οργανωμένο υπόβαθρο για την αστική κοινωνική ζωή.


Το σχέδιο προωθεί την ανάπτυξη τριών χαλαρά καθορισμένων περιφερειών που συνδέονται αποτελεσματικά με τις γειτονικές κατά μήκος του νερού περιοχές, δημιουργώντας μαζί μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα αστικά συγκροτήματα που θα μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των τοπικών οικονομικών αλλαγών που είναι ήδη εμφανείς στην Ευρώπη. Στην αρχή του ποταμού, το Zorrozaurre προσδίδει στον εαυτό του μια φυσική αστική εντατικοποίηση. Ακριβώς απέναντι από τον ποταμό, την καρδιά του Bilbao κατά τον 19ο αιώνα, και τοποθετημένη ανάμεσα σε κέντρα μάθησης, ιατρικής, επιχειρήσεων και μηχανολογίας, η περιοχή αυτή διαμορφώνεται ως μία ιδανική γνωστικο-οικονομική περιφέρεια. Εδώ, η αστική δομή του Zorrozaurre θα είναι οξύτερη και πιο σφιχτή σε σχέση με τις δύο περιφέρειες στις εκβολές του ποταμού, ενσωματώνοντας την υπάρχουσα αποβάθρα σε μια συναρπαστική δομή από γραφεία και αστικά κτίρια. Αυλές και δημόσια περάσματα δημιουργούν ένα πορώδες και δαιδαλώδες περιβάλλον που ενώνει το καινούριο με το παλιό. Η μεσαία περιφέρεια αντικατοπτρίζει την ανοιχτωσιά του Sarriko Park απέναντι από το κανάλι, τονίζοντας τη δυνατότητα του τοπίου να δημιουργήσει μία συνοχή ανάμεσα σε ιστορικά κτίρια πολύ διαφορετικού χαρακτήρα. Υπάρχει μία μεγάλη κλίμακα που θα πρέπει να διατηρηθεί στα πιο ενδιαφέροντα βιομηχανικά κτίρια, με όλα αυτά τα δυνητικά παρεχόμενα εργαστήρια, στούντιο και τάξεις για την περαιτέρω εξέλιξη των βιομηχανιών που βασίζονται σε τοπικές τέχνες. Την ίδια στιγμή, η μικρής κλίμακας υπάρχουσα γειτονιά που συγκεντρώνεται γύρω από την τοπική εκκλησία διατηρεί την οικειότητα της ανάμεσα στα δέντρα ενός παρακείμενου πάρκου, όπου ένα μικρό αμφιθέατρο παρέχει την δυνατότητα για υπαίθριες παραστάσεις. Η περιφέρεια αποτελεί κέντρο τεχνών, αθλημάτων και περιβαλλοντικών επιστημών και ενώνεται μέσω της «πράσινης γέφυρας» με το πανεπιστήμιο και το Sarriko Park. H ανοιχτωσιά του τοπίου παρέχει τη δυνατότητα για την εξέλιξη αθλητικών δραστηριοτήτων που έλκουν τις περιφέρειες σε ένα γενικότερο επίπεδο, ενώ το παράκτιο πάρκο αποτελεί μία σημαντική τοπική φιλοφρόνηση για τις περιβάλλουσες κοινότητες. Στις εκβολές του ποταμού, το Zorrozaurre, θα εγκαταστήσει ένα σημαντικό αστικό κόμβο μέσα στην μακροπρόθεσμη περιφερειακή εξέλιξη της Ria , με ένα σετ από νέες γέφυρες που δημιουργεί μία ουσιαστική αστική ένωση ανάμεσα στις όχθες του ποταμού Nervion . Αυτή η περιφέρεια ορίζεται από την στενή της ενσωμάτωση με το νερό, με τοπικές δεξαμενές στις οποίες αγκυροβολούν μικρές ιδιωτικές βάρκες, με λιμνούλες, ξύλινες προβλήτες και παράκτιες μπάρες που ενθαρρύνουν μια ξεκούραστη, άνετη κουλτούρα κατά μήκος του καναλιού. Οι περιφέρειες μαζί με τη σύσταση του εδάφους και τον ορίζοντα δίνουν μια εικόνα διαφοροποιημένης ενότητας.





ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Κάνοντας μία προσπάθεια να συγκρίνουμε τα τρία masterplan με βάση την οργανωτική τους δομή, οφείλουμε καταρχάς να αναφερθούμε στην κοινή παρουσία και στα τρία του υγρού στοιχείου. Και τα τρία σχέδια, αναπτύσσονται κατά μήκος ποταμών ή καναλιών και βασική κατεύθυνση στο σχεδιασμό τους αποτελεί η σύνδεση αυτού με την καθημερινή ζωή της πόλης, ώστε να γίνει βασικό στοιχείο της ζωής των πολιτών. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται με πεζογέφυρες, με δημιουργία παράκτιων διαδρομών καθώς και με διαπλατύνσεις στις όχθες του ποταμού, ώστε να διαμορφώνονται πλατφόρμες παρατήρησης. Θα λέγαμε, όμως, πως η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται καλύτερα στην περίπτωση του Zorrozaure, όπου η Zaha Hadid μετατρέπει αυτή τη σύνδεση σε βασική μορφολογία του σχεδιασμού της. Η κάτοψη διαμορφώνεται σαν ένα δίχτυ διαδρομών, όπου άλλοτε συναντάς στενώματα και άλλοτε πλατώματα, καθιστώντας πιο εφικτή την πρόσβαση στο κανάλι. Αυτό το δίχτυ μάλιστα, δεν είναι μόνο ένα μορφολογικό στοιχείο, αλλά γίνεται και μέρος του γενικότερου concept, καθώς κεντρική θέση στο σχεδιασμό κατέχει το πλέγμα δραστηριοτήτων και μίξεων χρήσεων γης που παρατηρείται. Η μίξη χρήσεων εμφανίζεται και στα άλλα δύο παραδείγματα, ωστόσο δε φαίνεται να επηρεάζει τόσο συνολικά τη διαμόρφωση του σχεδίου. Από εκεί και πέρα, το ύφος που κάθε αρχιτέκτονας επιλέγει για την πρότασή του είναι διαφορετικό και σχετίζεται με την υπάρχουσα κατάσταση της περιοχής. Στο Slussen, ο Foster έχει ως βασική επιδίωξη να αποσυμφορήσει την περιοχή από την ένταση της καθημερινότητας και τον κυκλοφοριακό φόρτο, γι’ αυτό και το σχέδιό του είναι περισσότερο λιτό και ανάλαφρο (χαρακτηριστικό είναι πως δημιουργεί μόνο μία πεζογέφυρα για τη σύνδεση των απέναντι νησιών). Αντίθετα, ο Rogers και η Hadid, δημιουργούν δίκτυο γεφύρων και οδικών αρτηριών, επιδιώκοντας να δώσουν περισσότερη ένταση και ζωή στην περιοχή που μελετούν, καθώς και στις δύο περιπτώσεις αυτή παρουσιάζεται εγκαταλελειμμένη τα τελευταία χρόνια. Για τον ίδιο λόγο, το σχέδιο και των δύο, φαίνεται πιο ρωμαλέο, βαρύ και περίπλοκο από τις λιτές γραμμές του Foster. Κοινό στοιχείο και στους τρεις σχεδιασμούς αποτελεί η ιδιαίτερη μέριμνα που δίνεται στο σύστημα μεταφορών, το οποίο αναπτύσσεται με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης για τη δημιουργία περισσότερο φιλικών προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο πόλεων. Πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, κόμβοι μετεπιβίβασης και εναλλακτικά μέσα μεταφοράς, αποτελούν κύριο στοιχείο προς την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Πιο ολοκληρωμένη εμφανίζεται εδώ η πρόταση του Rogers, γνωστός άλλωστε για τις οικολογικές και ενεργειακές του ανησυχίες, ο οποίος δημιουργεί ένα δίκτυο πρασίνου που συμπληρώνει το δίκτυο των οδικών αρτηριών. Σε ό,τι αφορά τώρα τις χαράξεις που επιλέγει κάθε αρχιτέκτονας, αυτές θα λέγαμε ότι μάλλον σχετίζονται περισσότερο με την ιδιαίτερη αισθητική του καθενός. Η Zaha Hadid δε θα μπορούσε παρά να επιλέξει τις καμπύλες γραμμές για να δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, οι καμπύλες εντάσσονται καταπληκτικά και στη γεωμορφολογία του εδάφους. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως παρά τη συνολική καμπυλωτή εικόνα που δημιουργείται, τα οικοδομικά τετράγωνα δημιουργούνται μέσω ενός κανάβου με ευθύγραμμες ακτινωτές χαράξεις, ώστε να προσομοιάζουν τη μορφή των γειτονικών περιοχών. Βλέπουμε, δηλαδή, πως η μορφή των τετραγώνων δημιουργείται με βάση μια πνευματική σύλληψη, σε αντίθεση με το Convoy Wharf του Rogers, όπου τα τετράγωνα προκύπτουν με βάση τις χαράξεις των δρόμων και δεν υπόκεινται σε κάποια γενικότερη ιδέα. Για τα ύψη των κτιρίων, θα λέγαμε πως και στα τρία σχέδια διατηρείται ένα κατά βάση χαμηλό ύψος (6-8 όροφοι), ενώ λίγοι στον αριθμό ουρανοξύστες έρχονται να σκίσουν δυναμικά τη γραμμή του ορίζοντα, κατέχοντας σαφώς κάποια κομβική θέση στο συνολικό σχέδιο και δημιουργώντας μία αρκετά δραματική εικόνα. Και στα τρία σχέδια, πάντως, γίνεται μία προσπάθεια να διατηρηθεί η μορφή και η κλίμακα των υπάρχοντων κτιρίων, με διαφοροποίηση αυτής ανάλογα με τη λειτουργία των κτιρίων (στα βιομηχανικά και εμπορικά κτίρια κρατιέται μία περισσότερο πομπώδης κλίμακα, ενώ οι κατοικίες διατηρούν το μικρό και οικείο ύφος τους). Ιδιαίτερη σημασία δίνουν οι αρχιτέκτονες στον δημόσιο χώρο. Παντού βλέπουμε να δημιουργούνται πολυάριθμες πλατείες και πάρκα, οι οποίες κυρίως τοποθετούνται κατά μήκος του ποταμού, ώστε αυτός να μπορεί να προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες. Καλύτερη από τις τρεις προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση κρίνεται η πρόταση του Rogers για το Convoy Wharf, όπου είναι πολύ έντονη και εμφανής η διαλεκτική σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, καθώς όλα τα κτίρια έχουν τις όψεις τους στο δρόμο, ενώ το ισόγειο είναι πάντα ανοιχτό με τη δημιουργία καταστημάτων, ώστε να μπορεί κάθε πολίτης να «σπάει» το όρια δημοσίου-ιδιωτικού. Τέλος, καθώς βρισκόμαστε στις αρχές του 21ου αιώνα και η αναγνώριση της ιστορικής αξίας και ταυτότητας μιας περιοχής είναι κάτι που με το χρόνο έχει πλέον επιτευχθεί και κατακτηθεί, δε θα μπορούσαν και οι τρεις αρχιτέκτονες να μη σέβονται όσα ιστορικά κτίρια και στοιχεία που υπάρχουν στην περιοχή που μελετούν, προβάλλοντας και αναδεικνύοντάς τα ως σύμβολο της γενικότερης αναβίωσης και ανάπλασης της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η διατήρηση του φράγματος Katarinahissen στο Slussen από τον Foster, ή η προβολή του Olympia Warehouse στο Convoys Wharf από τον Rogers, και τα δύο ιδιαίτερα στοιχεία στην ιστορία του τόπου. Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως τα τρία σχέδια μοιάζουν να έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, τα οποία οφείλονται μάλλον στο γενικότερο κλίμα της εποχής που προασπίζει το βιοκλιματικό σχεδιασμό, την οικολογική συνείδηση και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά οι χειρισμοί που ο καθένας υιοθετεί είναι πολλές φορές αρκετά διαφορετικοί στη βάση τους.